συναναδείκνυμι

συναναδείκνυμι
Α [ἀναδείκνυμι]
1. αναγορεύω μαζί («τέμενος ἑαυτῷ ἄσυλον συναναδεικνῡναι», πάπ.)
2. αναγορεύω στο ίδιο αξίωμα («ἑαυτῷ τὸν παῑδα βασιλέα συναναδεικνῡναι» Ζώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”